ακατασίγαστος

ακατασίγαστος
-η, -ο
αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να κατασιγάσει, να κοιμίσει: Είχε έναν ακατασίγαστο πόθο να διακριθεί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”